- δυσερμηνεύτου
- δυσερμήνευτοςhard to interpretmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πέλτη — η, ΝΑ, δωρ. τ. πέλτα, Α μικρή και ελαφρά ασπίδα, χωρίς γύρο, σχήματος μηνοειδούς, συνήθως πλεκτή από κλωνάρια ιτιάς που καλυπτόταν με γίδινο δέρμα αρχ. 1. το σώμα τών πελταστών 2. κόσμημα αλόγου 3. παλτό, κοντάρι 4. (κατά τον Ησύχ.) δόρυ, ακόντιο … Dictionary of Greek
πρίω — Α 1. κόβω με πριόνι, πριονίζω («κεραίαν μεγάλην δίχα πρίσαντες ἐκοίλαναν ἅπασαν», Θουκ.) 2. δαγκώνω («ὀδόντι πρῑε τὸ στόμα», Σοφ.) 3. κόβω συλλαβές 4. παθ. πρίομαι α) κόβω σε κομμάτια β) (ιδίως στη χειρουργική) τρυπώ με πριονοειδές τρυπάνι γ)… … Dictionary of Greek
ρώψ — (I) ῥωπός, ή, ΜΑ (κυρίως στον πληθ.) αἱ ῥῶπες λεπτές και ευλύγιστες βέργες κομμένες από θάμνους αρχ. (στον εν. μόνο στον Ησύχ.) μικρό χαμόδεντρο, θάμνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται μάλλον για λ. τού προελλην. γλωσσικού υποστρώματος, ενώ… … Dictionary of Greek
σελμών — Α (κατά τον Ησύχ.) «σανίδων». [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. δυσερμήνευτου σχηματισμού, που συνδέεται με την λ. σέλμα] … Dictionary of Greek
σπύγγας — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὄρνις». [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. δυσερμήνευτου σχηματισμού που συνδέεται πιθ. με το ρ. σπίζω* (πρβλ. σπίνος)] … Dictionary of Greek
στάνει — Α (κατά τον Ησύχ.) «τείνεται, συμβέβυσται». [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. δυσερμήνευτου σχηματισμού που συνδέεται πιθ. με το επίθ. στενός] … Dictionary of Greek
σταίς — και σταῖς, αιτός και στάς, ατός, τὸ, Α 1. ζυμάρι από αλεύρι ποικιλίας σιταριού (α. «στὰς ἄνευ τοῡ ι ὁ Ἀττικὸς λέγει ὁ δὲ Ἴν σταῑς», Φώτ. β. «ἀνέλαβε δὲ ὁ λαὸς τὸ σταῑς αὐτών πρὸ τοῡ ζυμωθῆναι τὰ φυράματα», ΠΔ γ. «φυρῶσι μὲν τὸ σταῑς τοῑσι ποσί»,… … Dictionary of Greek
σταλεηδόνες — και σταλαηδόνες, αἱ, Α (κατά τον Ησύχ.) «σταλαγμοί». [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. δυσερμήνευτου σχηματισμού, πιθ. < σταλάω + επίθημα (η)δών (πρβλ. σηπεδών, αλγηδών) διευθετημένος προς εξυπηρέτηση μετρικών αναγκών] … Dictionary of Greek
τάρχη — Α (κατά τον Ησύχ.) «τάραξις». [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. δυσερμήνευτου σχηματισμού, πιθ. εσφ., που συνδέεται με το ρ. ταράσσω (πρβλ. ταραχή)] … Dictionary of Greek
ταχύς — εία, ύ / ταχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, συγκριτ. ταχύτερος, η, ο, υπερθ. ταχύτατος, η, ο και τάχιστος, η, ο, Ν, και συγκριτ. ταχύτερος, έρα, ον και ταχίων, τάχιον, και θάσσον, θᾱσσον, και υπερθ. ταχύτατος, άτη, ον και τάχιστος, ίστη, ον, ΜΑ, και αττ. τ.… … Dictionary of Greek